θόριο

θόριο
το
στοιχείο ραδιενεργό: Το οξείδιο του θορίου χρησιμοποιείται για την κατασκευή φωτοβολίδων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… …   Dictionary of Greek

  • θορίτης — Ορυκτό του θορίου. Δημιουργείται μετά από αποσάθρωση του πυριτικού θορίου (ThSiO4). Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και είναι ισόμορφο με το ζιρκόνιο, το ρουτίλιο και τον κασσιτερίτη. Απαντάται στη Νορβηγία. Δείγμα του ορυκτού θορίτη, από… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ζιρκόνιο — Ορυκτό, πυριτικό άλας του ζιρκονίου με χημικό τύπο ZrSiO4. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος, με στηλοειδή μορφή και με πυραμίδες. Συνήθως, το χρώμα του είναι καστανό ή καστανέρυθρο …   Dictionary of Greek

  • μοναζίτης — Σπάνιο ορυκτό φωσφορικού δημητρίου, χημικού τύπου CePO4, που ονομάζεται και τουρνερίτης ή εμερίτης. Ανήκει στην ομάδα των φωσφορικών ορυκτών, οι κρύσταλλοί του κρυσταλλώνονται στο μονοκλινές σύστημα και σχηματίζουν συνήθως πλακοειδή σχήματα με… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοθόριο — το, Ν (πυρην.) ραδιοχημική ονομασία τού ραδιοϊσοτόπου τού θορίου με ραδιοχημικό σύμβολο RdTh και μαζικό αριθμό 228, που υφίσταται διάσπαση α με χρόνο υποδιπλασιασμού 1, 91 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. radiothorium… …   Dictionary of Greek

  • σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”